- γυροδρόμος
- γυροδρόμος, -ον (Α)αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυροδρόμον — γῡροδρόμον , γυροδρόμος running round in a circle masc/fem acc sg γῡροδρόμον , γυροδρόμος running round in a circle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek